ξεπούλιασμα

ξεπούλιασμα
το [ξεπουλιάζω]
1. ο καιρός κατά τον οποίο οι νεοσσοί εγκαταλείπουν τις φωλιές τους
2. ο νεοσσός που εγκαταλείπει τη φωλιά του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”